- αστράτευτος
- -η, -ο (AM ἀστράτευτος, -ον) [στρατεύω]1. ο μη στρατευμένος, αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό2. εκείνος που έχει εξαιρεθεί, που έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση της θητείας3. όποιος δεν έχει υπηρετήσει στον στρατόμσν.- νεοελλ.άπειρος, αδέξιοςνεοελλ.αυτός που δεν είναι στρατευμένος, που δεν εξυπηρετεί με την τέχνη, τη δημοσιογραφία κ.λπ. ορισμένο κόμμα ή ορισμένη πολιτική παράταξη.
Dictionary of Greek. 2013.